- τρέλλα
- лудило
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Strélla — Données clés Titre original grec moderne : Στρέλλα Réalisation Pános H. Koútras Scénario Panos H. Koutras Panos Evangelidis Sociétés de production Centre du cinéma grec Fil … Wikipédia en Français
Вардис, Антонис — Антонис Вардис Дата рождения 7 августа 1948(1948 08 07) (64 года) Место рождения Афины Страна … Википедия
τρέλα — και παλ. τ. τρέλλα, η, Ν 1. φρενοβλάθεια, παραφροσύνη 2. ιδιοτροπία, λόξα («έχει τρέλα με την καθαριότητα») 3. κάθε απερίσκεπτη και παράτολμη ενέργεια («ήταν τρέλα να βγει έξω με τέτοιον καιρό») 4. πρόσωπο ή πράγμα πολύ ωραίο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
Μπανκιέρι, Αντριάνο — (Adriano Banchieri, Μπολόνια 1568 – 1634). Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε ένα χρόνο μετά τη σύνθεση (σημαντικότατη για την εξέλιξη της πολυφωνίας και του μαδριγαλιού) του Cicalamento delle donne al bucato,… … Dictionary of Greek